εὐκατάφορος: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐκατάφορος:''' наклонный, склонный (πρός τι Arst., Plut., Diod.). | |elrutext='''εὐκατάφορος:''' [[наклонный]], [[склонный]] (πρός τι Arst., Plut., Diod.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A prone towards, πρός τι Arist.EN1109a15, Plu.2.503c.
German (Pape)
[Seite 1074] leicht sich herunterbewegend, leicht in Etwas verfallend, bes. in einen Fehler, übh. wozu geneigt, πρὸς ἀκολασίαν Arist. Eth. 2, 8, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατάφορος: -ον, ἔχων κλίσιν πρός τι, Λατ. Proclivis, πρός τι Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 8, 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très porté à, enclin à, πρός et l’acc..
Étymologie: εὖ, καταφέρω.
Greek Monolingual
εὐκατάφορος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει κλίση, τάση προς κάτι, ο επιρρεπής («εὐκατάφοροί ἐσμεν μᾶλλον πρὸς ἀκολασίαν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατά-φορος (< κατα-φέρω)].
Russian (Dvoretsky)
εὐκατάφορος: наклонный, склонный (πρός τι Arst., Plut., Diod.).