καταθνητός: Difference between revisions
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταθνητός:''' подвластный смерти, смертный (ἄνθρωποι Hom.; γυναῖκες HH). | |elrutext='''καταθνητός:''' [[подвластный смерти]], [[смертный]] (ἄνθρωποι Hom.; γυναῖκες HH). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κατα-[[θνητός]], ή, όν<br />[[mortal]], Il. | |mdlsjtxt=κατα-[[θνητός]], ή, όν<br />[[mortal]], Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:16, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A mortal, Il.5.402, h.Ap.464, etc.: fem., h.Ven. 39, 50.
German (Pape)
[Seite 1349] = simplex, sterblich; οὐ μὲν γάρ τι καταθνητός γ' ἐτέτυκτο Il. 5, 402; καταθνητοὶ ἄνθρωποι; das fem., καταθνητῇσι γυναιξίν, H. h. Ven. 39. 50; den falschen Accent κατάθνητος, Il. 5, 901, den Wolf u. Spitzner stehen ließen, hat Bekker berichtigt.
Greek (Liddell-Scott)
καταθνητός: -ή, -όν, θνητός, Ἰλ. Ε. 402, κτλ.· τὸ θηλ. ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 39, 50.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
mortel, périssable.
Étymologie: καταθνῄσκω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
καταθνητός, -ή, -όν (Α) καταθνήσκω
θνητός.
Greek Monotonic
καταθνητός: -ή, -όν, θνητός, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταθνητός -ή -όν [καταθνῄσκω] sterfelijk.
Russian (Dvoretsky)
καταθνητός: подвластный смерти, смертный (ἄνθρωποι Hom.; γυναῖκες HH).