μεταβλητός: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεταβλητός:''' поддающийся изменению, изменчивый Arst., Plut., Sext.
|elrutext='''μεταβλητός:''' [[поддающийся изменению]], [[изменчивый]] Arst., Plut., Sext.
}}
}}

Revision as of 11:35, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταβλητός Medium diacritics: μεταβλητός Low diacritics: μεταβλητός Capitals: ΜΕΤΑΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: metablētós Transliteration B: metablētos Transliteration C: metavlitos Beta Code: metablhto/s

English (LSJ)

ή, όν, A subject to change, Ph. 1.269, Plu.2.718e, S.E.M.9.151.

Greek (Liddell-Scott)

μεταβλητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ, Πλούτ. 2. 718D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
changeant.
Étymologie: adj. verb. de μεταβάλλω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεταβλητός, -ή, -όν) μεταβάλλω
αυτός που υπόκειται σε μεταβολή ή που μπορεί να μεταβληθεί
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η μεταβλητή
μαθημ. μια ποσότητα η οποία μπορεί να παίρνει διάφορες τιμές (α. «ανεξάρτητη μεταβλητή» β. «εξαρτημένη μεταβλητή» γ. «τυχαία μεταβλητή»)
2. φρ. «μεταβλητοί αστέρες»
αστρον. αστέρες η λαμπρότητα τών οποίων φαίνεται να μεταβάλλεται σημαντικά με την πάροδο του χρόνου.

Russian (Dvoretsky)

μεταβλητός: поддающийся изменению, изменчивый Arst., Plut., Sext.