πυρικαής: Difference between revisions
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πῠρῐκᾱής:''' сожженный, выжженный ([[Φρυγίη]] Anth.). | |elrutext='''πῠρῐκᾱής:''' [[сожженный]], [[выжженный]] ([[Φρυγίη]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:45, 20 August 2022
English (LSJ)
ές,= πυρίκαυστος, AP6.281 (Leon.); A πυρετός Gal. 16.709. [ᾱ metri gr. in APl.c.]
German (Pape)
[Seite 822] ές, = πυρίκαυστος, Maneth. 1, 146.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρῐκᾱής: -ές, = πυρίκαυστος, Ἀνθ. Π. 6. 281.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που καίγεται από υπερβολική θερμότητα, από φωτιά, αυτός που φλέγεται
2. πολύ θερμός, φλογερός («πυρικαὴς πυρετός», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -καής (< θ. καη-, πρβλ. αόρ. ἐ-κάη-ν του καίω), πρβλ. ηλιο-καής].
Greek Monotonic
πῠρῐκᾱής: -ές, = πυρίκαυστος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πῠρῐκᾱής: сожженный, выжженный (Φρυγίη Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρικαής -ές [πῦρ, καίω] gen. sing. πυρικαιέος, door vuur verzengd; geneesk. brandend, gloeiend.
Middle Liddell
πῠρῐ-κᾱής, ές = πυρίκαυστος, Anth.]