ἀδιάγνωστος: Difference between revisions
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀδιάγνωστος:''' неразличимый, незаметный (ὁ τῆς λίμνης [[τύπος]] Diod.). | |elrutext='''ἀδιάγνωστος:''' [[неразличимый]], [[незаметный]] (ὁ τῆς λίμνης [[τύπος]] Diod.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A indistinguishable, D.S.1.30; ἀ. τῷ χρώματι τοῦ ἐδάφους Antig.Mir.25(29); hard to distinguish or understand, ὀνόματα Aristid. Quint.1.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάγνωστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διαγνώσῃ, διακρίνῃ, Διόδ. 1. 30· δύσκολος νὰ διακριθῇ ἢ κατανοηθῇ, ὀνόματα, Ἀριστείδ. Κουϊντιλ. 9. 14.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no se puede distinguir ὁ τῆς λίμνης τύπος D.S.1.30, ὀνόματα Aristid.Quint.7.13, ἀ. τῷ χρώματι τοῦ ἐδάφους Antig.Mir.25(29).
2 difícil de leer Ptol.Tetr.1.21.21.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιάγνωστος: неразличимый, незаметный (ὁ τῆς λίμνης τύπος Diod.).