συγκατοικτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συγκατοικτίζομαι:''' совместно сетовать, оплакивать (τὰ δ᾽ [[οἷα]] [[πάσχω]] Soph.).
|elrutext='''συγκατοικτίζομαι:''' [[совместно сетовать]], [[оплакивать]] (τὰ δ᾽ [[οἷα]] [[πάσχω]] Soph.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 12:05, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατοικτίζομαι Medium diacritics: συγκατοικτίζομαι Low diacritics: συγκατοικτίζομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synkatoiktízomai Transliteration B: synkatoiktizomai Transliteration C: sygkatoiktizomai Beta Code: sugkatoikti/zomai

English (LSJ)

Med., fut. -ιοῦμαι, A lament with or together, S. Tr.535.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατοικτίζομαι: Μεσ., κατοικτίζομαι, θρηνολογῶ ὁμοῦ, Σοφ. Τρ. 535.

French (Bailly abrégé)

déplorer ensemble.
Étymologie: σύν, κατά, οἰκτίζω.

Greek Monolingual

Α
θρηνολογώ μαζί με άλλον ή με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατοικτίζομαι «θρηνώ για τον εαυτό μου»].

Greek Monotonic

συγκατοικτίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, Μέσ., θρηνώ μαζί, από κοινού, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συγκατοικτίζομαι: совместно сетовать, оплакивать (τὰ δ᾽ οἷα πάσχω Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκατοικτίζομαι [σύν, κατοικτίζω] samen bejammeren.

Middle Liddell

fut. attic -ιοῦμαι
Mid. to lament with or together, Soph.