ἀνεύθυντος: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνεύθυντος:''' не могущий быть выпрямленным, непрямой ([[ἄκαμπτος]] καὶ ἀ. Arst.). | |elrutext='''ἀνεύθυντος:''' [[не могущий быть выпрямленным]], [[непрямой]] ([[ἄκαμπτος]] καὶ ἀ. Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A which cannot be straightened, Arist.Mete.386a8.
German (Pape)
[Seite 227] nicht gerade gemacht, ungerade, Arist. meteor. 4, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεύθυντος: -ον, ὁ μὴ εὐθυντός, ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα, δηλ. τὰ μὴ ἐξ εὐθύτητος εἰς περιφέρειαν μεταβαλλόμενα καὶ τὰ μὴ ἐκ περιφερείας εἰς εὐθύτητα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 8.
Spanish (DGE)
-ον
que no puede ser enderezado, rígido de cosas como el ladrillo y la piedra ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα Arist.Mete.386a8.
Greek Monolingual
ἀνεύθυντος, -ον (Α)
ευθύνω
εκείνος που δεν μπορεί να γίνει ευθύς, να μπεί σε ευθεία.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεύθυντος: не могущий быть выпрямленным, непрямой (ἄκαμπτος καὶ ἀ. Arst.).