ὀξύφθογγος: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀξύφθογγος:''' звонкий, звучный (κύμβαλα Anth.). | |elrutext='''ὀξύφθογγος:''' [[звонкий]], [[звучный]] (κύμβαλα Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀξύ-φθογγος, ον, = [[ὀξύφωνος]], Anth.] | |mdlsjtxt=ὀξύ-φθογγος, ον, = [[ὀξύφωνος]], Anth.] | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A = ὀξύφωνος, Ath.14.633f, AP6.51.
German (Pape)
[Seite 355] scharf, hell tönend; μουσικὸν ὄργανον, Ath. XIV, 633 e; κύμβαλα, Ep. ad. 174 (VI, 51).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύφθογγος: ον,= ὀξύφωνος, Ἀθήν. 633F, Ἀνθολ. Π. 6. 51.
Greek Monolingual
ὀξύφθογγος, -ον (Α)
αυτός που έχει διαπεραστικό ήχο, οξύφωνος («ὀξύφθογγον εἶναι μουσικὸν ὄργανον τὴν σαμβύκην», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + φθόγγος (πρβλ. καλλί-φθογγος)].
Greek Monotonic
ὀξύφθογγος: -ον, = ὀξύφωνος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύφθογγος: звонкий, звучный (κύμβαλα Anth.).
Middle Liddell
ὀξύ-φθογγος, ον, = ὀξύφωνος, Anth.]