διάδετος: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διάδετος:''' продетый и связанный (χαλινοὶ διάδετοι γενῦν ἱππιᾶν Aesch.).
|elrutext='''διάδετος:''' [[продетый и связанный]] (χαλινοὶ διάδετοι γενῦν ἱππιᾶν Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διάδετος]], ον [[διαδέω]]<br />[[bound]] [[fast]], χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων bits [[firm]] [[bound]] [[through]] the [[horse]]'s [[mouth]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[διάδετος]], ον [[διαδέω]]<br />[[bound]] [[fast]], χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων bits [[firm]] [[bound]] [[through]] the [[horse]]'s [[mouth]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 13:00, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάδετος Medium diacritics: διάδετος Low diacritics: διάδετος Capitals: ΔΙΑΔΕΤΟΣ
Transliteration A: diádetos Transliteration B: diadetos Transliteration C: diadetos Beta Code: dia/detos

English (LSJ)

ον, A bound fast, χαλινοὶ διάδετοι γενῦν ἱππίων bits firm bound through the horse's mouth, A.Th.122(lyr.); δακτύλιος ἠλέκτρῳ δ. τὸν κύκλον adorned with a strip of amber set in .., Hld.5.13; δ. ταινίαις τὰς κόμας Lib.Decl.12.27.

Greek (Liddell-Scott)

διάδετος: -ον, (διαδέω) ὁ δενόμενος ἰσχυρῶς, χαλινοὶ διάδετοι (διὰ δὲ τοι Weil.) γενύων ἱππείων, χαλινοὶ ἰσχυρῶς δεδεμένοι εἰς τὰ στόματα τῶν ιππων, Αἰσχύλ. Θήβ. 122· ἠλέκτρῳ δ. Ἡλιόδ. 5. 13· δ. ταινίαις τὰς κόμας Λιβάν. 4. 189.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
attaché à travers ou autour.
Étymologie: διαδέω.

Spanish (DGE)

-ον
rodeado, ceñido (δακτύλιον) τὸν μὲν κύκλον ἠλέκτρῳ διάδετον (anillo) con el aro ceñido por ámbar Hld.5.13.3, c. ac. de rel. δ. μὲν ταινίαις ... τὰς κόμας ceñidos los cabellos con bandas Lib.Decl.12.27
subst. τὸ δ. cinta para la cabeza, Anon.in Rh.168.23.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α διάδετος, -ον) διαδέω
1. ο δεμένος ολόγυρα ή στερεά
2. στεφανοειδές εξάρτημα για την περίσφιξη συμβλημάτων
αρχ.
(για κρίκους) ο κοσμημένος με στεφάνη.

Greek Monotonic

διάδετος: -ον (διαδέω), αυτός που είναι δεμένος δυνατά, ισχυρά· χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων, χαλινάρια ισχυρά δεμένα στα στόματα των αλόγων, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

διάδετος: продетый и связанный (χαλινοὶ διάδετοι γενῦν ἱππιᾶν Aesch.).

Middle Liddell

διάδετος, ον διαδέω
bound fast, χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων bits firm bound through the horse's mouth, Aesch.