θυρωτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θῠρωτός:''' снабженный дверью Babr.
|elrutext='''θῠρωτός:''' [[снабженный дверью]] Babr.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θυρωτός]], όν [[θυρόω]]<br />with a [[door]] or [[aperture]], Babr.
|mdlsjtxt=[[θυρωτός]], όν [[θυρόω]]<br />with a [[door]] or [[aperture]], Babr.
}}
}}

Revision as of 13:10, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρωτός Medium diacritics: θυρωτός Low diacritics: θυρωτός Capitals: ΘΥΡΩΤΟΣ
Transliteration A: thyrōtós Transliteration B: thyrōtos Transliteration C: thyrotos Beta Code: qurwto/s

English (LSJ)

όν, A with a door or aperture, στήθη Babr.59.11: neut. as substantive, θυρ-ωτόν, τό, doorway, IG4.1484.304 (Epid., dual).

Greek (Liddell-Scott)

θυρωτός: -όν, ἔχων θύραν ἢ ἄνοιγμα, Βαβρ. 59. 11.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
garni d’une porte.
Étymologie: θυρόω.

Greek Monolingual

θυρωτός, -ή, -όν (Α) θύρα
αυτός που έχει θύρα ή άνοιγμα
το ουδ. ως ουσ. το θυρωτόν
α) άνοιγμα για θύρα
β. κούφωμα.

Greek Monotonic

θυρωτός: όν (θυρόω), αυτός που έχει πόρτα ή άνοιγμα, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

θῠρωτός: снабженный дверью Babr.

Middle Liddell

θυρωτός, όν θυρόω
with a door or aperture, Babr.