μελανόστολος: Difference between revisions
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μελᾰνόστολος:''' одетый в черное Plut. | |elrutext='''μελᾰνόστολος:''' [[одетый в черное]] Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A black-robed, Plu.2.372e; epithet of Isis, Epigr.Gr.1023.3 (Egypt).
German (Pape)
[Seite 120] schwarz gekleidet, Plut. Is. et Os. 52.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνόστολος: -ον, ὁ ἔχων μέλαιναν στολήν, Πλούτ. 2. 372D, Ἑλλην. Ἐπιγρ. 1023. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
vêtu d’une robe noire.
Étymologie: μέλας, στολή.
Greek Monolingual
μελανόστολος, -ον (Α)
1. αυτός που φορά μαύρη στολή, μαυροφορεμένος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μελανόστολος
προσωνυμία της Ίσιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + στολή.
Russian (Dvoretsky)
μελᾰνόστολος: одетый в черное Plut.