οἰστροδόνητος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''οἰστροδόνητος:''' гонимый слепнем (Ἰώ Aesch.).
|elrutext='''οἰστροδόνητος:''' [[гонимый слепнем]] (Ἰώ Aesch.).
}}
}}

Revision as of 13:24, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰστροδόνητος Medium diacritics: οἰστροδόνητος Low diacritics: οιστροδόνητος Capitals: ΟΙΣΤΡΟΔΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: oistrodónētos Transliteration B: oistrodonētos Transliteration C: oistrodonitos Beta Code: oi)strodo/nhtos

English (LSJ)

ον, = οἰστροδίνητος (driven round and round by the gadfly), A. Supp. 573 (lyr.), Ar. Th. 324 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰστροδόνητος: ἴδε οἰστροδίνητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. οἰστροδίνητος.
Étymologie: οἶστρος, δονέω.

Greek Monolingual

οἰστροδόνητος και οἰστρόδονος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) οιστροδίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -δόνητος / -δονος (< δονῶ), πρβλ. αερο-δόνητος, πολύ-δονος].

Russian (Dvoretsky)

οἰστροδόνητος: гонимый слепнем (Ἰώ Aesch.).