ταχύπτερος: Difference between revisions
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τᾰχύπτερος:''' быстрокрылый (πνοαί Aesch.). | |elrutext='''τᾰχύπτερος:''' [[быстрокрылый]] (πνοαί Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:55, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A swift winged, πνοαί A.Pr.88.
German (Pape)
[Seite 1076] schnell fliegend, πνοαί, Aesch. Prom. 88.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύπτερος: -ον, ὁ ἔχων ταχείας πτέρυγας, μεταφ., ὁ ταχύς, ὦ δῖος αἰθὴρ καὶ ταχύπτεροι πνοαὶ Αἰσχύλ. Πρ. 88.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux ailes rapides.
Étymologie: ταχύς, πτερόν.
Greek Monolingual
-η, -ο /ταχύπτερος,-ον, ΝΑ, και ταχύφτερος Ν
αυτός που κινεί τις φτερούγες του γρήγορα, που πετά γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. ὠκύ-πτερος].
Greek Monotonic
τᾰχύπτερος: -ον (πτερόν), αυτός που έχει γρήγορα φτερά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχύπτερος: быстрокрылый (πνοαί Aesch.).
Middle Liddell
τᾰχύ-πτερος, ον, πτερόν
swift-winged, Aesch.