χερσονησοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χερσονησοειδής:''' имеющий вид полуострова (τὸ [[οὖρος]] Her.).
|elrutext='''χερσονησοειδής:''' [[имеющий вид полуострова]] (τὸ [[οὖρος]] Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εἶδος]]<br />like a [[peninsula]], peninsular, of Mount [[Athos]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[εἶδος]]<br />like a [[peninsula]], peninsular, of Mount [[Athos]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 14:10, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερσονησοειδής Medium diacritics: χερσονησοειδής Low diacritics: χερσονησοειδής Capitals: ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: chersonēsoeidḗs Transliteration B: chersonēsoeidēs Transliteration C: chersonisoeidis Beta Code: xersonhsoeidh/s

English (LSJ)

later χερρ-, ές, A peninsular, Hdt.7.22, Str.9.1.9; σκόπελος, of Circeii, D.H.4.63.

German (Pape)

[Seite 1351] ές, att. χεῤῥον., von der Art einer Halbinsel, ihr ähnlich; Her. 7, 22; Strab.

Greek (Liddell-Scott)

χερσονησοειδής: νεώτερ. Ἀττ. χερρ-, ές, ὅμοιος πρὸς χερσόνησον, ἐπὶ τοῦ Ἄθω, Ἡρόδ. 7. 22, Στράβ. 393· καὶ χερρονησώδης, ες, ὁ αὐτ. 683.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à une presqu’île.
Étymologie: χερσόνησος, εἶδος.

Greek Monolingual

και χερρονησοειδής, -ές, Α
όμοιος στο σχήμα με χερσόνησο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χερσόνησος /χερρόνησος + -ειδής].

Greek Monotonic

χερσονησοειδής: μεταγεν., Αττ. χερρ-, -ές (εἶδος), όμοιος με χερσόνησο, χερσονησοειδής, λέγεται για τη χερσόνησο του Άθω, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

χερσονησοειδής: имеющий вид полуострова (τὸ οὖρος Her.).

Middle Liddell

εἶδος
like a peninsula, peninsular, of Mount Athos, Hdt.