ἐναθλέω: Difference between revisions
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐναθλέω:''' упражняться (ταῖς τοξείαις и ἐν τοῖς γυμνασίοις Diod.; μαθήμασι Luc.; τοῖς πολέμοις Diod., Plut.; med. προνοίᾳ Anth.). | |elrutext='''ἐναθλέω:''' [[упражняться]] (ταῖς τοξείαις и ἐν τοῖς γυμνασίοις Diod.; μαθήμασι Luc.; τοῖς πολέμοις Diod., Plut.; med. προνοίᾳ Anth.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 20 August 2022
English (LSJ)
A = ἀθλέω ἐν, τοῖς πολέμοις, ταῖς τοξείαις, D.S.1.54, 3.8; ἐν γυμνασίοις καὶ πόνοις Id.16.44; μαθήμασι Luc.Am.45; (ὑπολήψεσι) Arr.Epict.3.16.13:—Med., ἐνηθλήσω προνοίᾳ AP7.117 (<Zenod.>). 2 bear up bravely under, ταῖς βασάνοις Ael.VH2.4; πρὸς τοὺς πόνους Iamb.Protr.20.
German (Pape)
[Seite 825] dabei anstrengen, ταῖς τοξείαις, sich darin üben, D. Sic. 3, 8, wie τοῖς πολέμοις 1, 54; μαθήμασι Luc. Amor. 45; ἐν τοῖς γυμνασίοις D. Sic. 16, 44; ταῖς βασάνοις, aushalten, Ael. V. H. 2, 4. – Das med. bei Zen. ep. (VII, 117).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναθλέω: ἀθλέω ἐν, Διόδ. 1. 54., 8. 8· ἔν τισι ὁ αὐτ. 16. 44: ἀπολ., ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀνθ. Π. 7. 117. 2) ὑπομένω, ἀντέχω ὡς ἀθλητής, ἐνεκαρτέρει καὶ ἐνήθλει ταῖς βασάνοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4· πρὸς τοὺς πόνους Ἰαμβλ. Προτρ. 20.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
lutter au milieu de, τινι.
Étymologie: ἐν, ἀθλέω.
Spanish (DGE)
I intr.
1 ejercitarse en c. dat. τοῖς πολεμίοις D.S.1.54, cf. 17.9, Plu.2.320a, ταῖς τοξείαις D.S.3.8, τοῖς ... μαθήμασιν Luc.Am.45, αὐταῖς (ὑπολήψεσι) Arr.Epict.3.16.13, cf. Hld.7.20.5, τῇ τῆς θεοσεβείας ὁδῷ Eus.M.24.21B, cf. Amph.Seleuc.185, tb. en v. med. ἐνηθλήσω δὲ προνοίᾳ AP 7.117 (Zenodotus)
•c. giro prep. ἐν γυμνασίαις καὶ πόνοις D.S.16.44.
2 en mala parte sufrir la prueba de, verse sometido a la penalidad de c. dat. κακοῖς ἀμυθήτοις Ph.2.132, ταῖς βασάνοις Ael.VH 2.4, δειλαῖς αἰκίαις Eus.HE 8.3.1, cf. Basil.M.31.1045C, Gr.Nyss.V.Gr.Thaum.49.14, Procop.Gaz.M.87.2153B, πολλοῖς ... κινδύνοις κακοῖς Lib.Eth.25.2, τῷ κατ' ἀρχὴν πόνῳ Heraclit.All.73.
3 fig. sostener una lucha interior οὕτω ... ἐνήθλει λανθάνουσα τοὺς πολλούς Ath.Al.M.28.1492D.
II tr.
1 ejercitar en τὸ δὲ σῶμα τοῖς ἀπὸ τῶν γυμνασίων ἐθισμοῖς ἐναθλήσας IClaros 1.P.1.6 (II a.C.)
•abs. αὕτη (ἡ φιλοσοφία) ... πρὸς ... τοὺς πόνους ἐναθλεῖ γενναίως Iambl.Protr.20.
2 combatir, librar, sostener c. ac. int. τὸν ἀρετῆς ... ἀγῶνα Eus.PE 11.6.31.
Greek Monotonic
ἐναθλέω: = ἀθλέω ἐν, απόλ. σε Μέσ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐναθλέω: упражняться (ταῖς τοξείαις и ἐν τοῖς γυμνασίοις Diod.; μαθήμασι Luc.; τοῖς πολέμοις Diod., Plut.; med. προνοίᾳ Anth.).