ἐννοσίφυλλος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐννοσίφυλλος:''' колеблющий листву (ἄνεμοι [[Simonides]] ap. Plut.). | |elrutext='''ἐννοσίφυλλος:''' [[колеблющий листву]] (ἄνεμοι [[Simonides]] ap. Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 20 August 2022
English (LSJ)
[ῐ], ον, A = εἰνοσίφυλλος, Ep. for ἐνοσιφ-: ἀήτα Simon. 41.
German (Pape)
[Seite 848] p. = ἐνοσίφυλλος, blätterschüttelnd, vom Winde, Simonides bei Plut. Symp. 8, 3, 4; vgl. εἰνοσίφυλλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννοσίφυλλος: -ον, = εἰνοσίφυλλος, Ἐπικ. ἀντὶ ἐνοσίφ-: ἐν Σιμωνίδ. 41 18 ἔκδ. Brg, ἐπὶ θυέλλης, ἥτις κάμνει τὰ φύλλα νὰ σείωνται.
Greek Monolingual
ἐννοσίφυλλος, -ον (Α)
επικ. τ. αντί ενοσίφυλλος, εινοσίφυλλος
(για δασώδη όρη) αυτός που έχει κινούμενα, σειόμενα φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έν(ν)οσις «κλονισμός» + φύλλον.
Russian (Dvoretsky)
ἐννοσίφυλλος: колеблющий листву (ἄνεμοι Simonides ap. Plut.).