Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεπυριώδης: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λεπῡριώδης:''' состоящий из чешуек, чешуйчатый: τὰ λεπυριώδη Arst. чешуйчатая оболочка.
|elrutext='''λεπῡριώδης:''' [[состоящий из чешуек]], [[чешуйчатый]]: τὰ λεπυριώδη Arst. чешуйчатая оболочка.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λεπῡρι-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />consisting of coats or layers, like the [[onion]], Arist.
|mdlsjtxt=λεπῡρι-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />consisting of coats or layers, like the [[onion]], Arist.
}}
}}

Revision as of 14:55, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπῡριώδης Medium diacritics: λεπυριώδης Low diacritics: λεπυριώδης Capitals: ΛΕΠΥΡΙΩΔΗΣ
Transliteration A: lepyriṓdēs Transliteration B: lepyriōdēs Transliteration C: lepyriodis Beta Code: lepuriw/dhs

English (LSJ)

ες, A like husks, consisting of coats or layers, like the onion, Arist.HA546b30, Thphr.HP 4.6.2, 7.9.4, al.; cf. λεπυρώδης.

German (Pape)

[Seite 32] ες, hülfenartig, aus über einander liegenden Hülsen, Schalen bestehend; Arist. H. A. 5, 15; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λεπῡριώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λέπυρον, συνιστάμενος ἐκ φλοιῶν ἢ στρωμάτων, ὡς τὸ κρόμμυον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 2· πρβλ. λεπυρώδης.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 formé de cosses, d’écales ou de tuniques superposées;
2 partie écailleuse d’un corps.
Étymologie: λεπύριον, -ωδης.

Greek Monolingual

λεπυριώδης, -ῶδες (Α)
λεπύριον
λεπυρώδης, αυτός που αποτελείται από πολλά λέπυρα, από πολλούς φλοιούς, όπως τα κρεμμύδια.

Greek Monotonic

λεπῡριώδης: -ες (εἶδος), αυτός που αποτελείται από φλοιούς ή στρώματα, φλούδες, όπως το κρεμμύδι, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

λεπῡριώδης: состоящий из чешуек, чешуйчатый: τὰ λεπυριώδη Arst. чешуйчатая оболочка.

Middle Liddell

λεπῡρι-ώδης, ες εἶδος
consisting of coats or layers, like the onion, Arist.