ἐπισκεπής: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπισκεπής:''' укрытый, защищенный: ἐν ἐπισκεπεῖ Arst. в укрытом месте.
|elrutext='''ἐπισκεπής:''' [[укрытый]], [[защищенный]]: ἐν ἐπισκεπεῖ Arst. в укрытом месте.
}}
}}

Revision as of 15:00, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκεπής Medium diacritics: ἐπισκεπής Low diacritics: επισκεπής Capitals: ΕΠΙΣΚΕΠΗΣ
Transliteration A: episkepḗs Transliteration B: episkepēs Transliteration C: episkepis Beta Code: e)piskeph/s

English (LSJ)

ές, (σκέπη) A covered over, sheltered, Arist.HA616b14, Thphr.Vent.30.

German (Pape)

[Seite 978] ές, von oben bedeckt, geschützt, καθίζει χειμῶνος ἐν εὐηλίῳ καὶ εὐσκεπεῖ Arist. H. A. 9, 16; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκεπής: -ές, (σκέπη) παρέχων σκέπην, καθίζει δὲ θέρους ἐν προσηνέμῳ καὶ σκιᾷ, χειμῶνος δ’ ἐν εὐηλίῳ καὶ ἐπισκεπεῖ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 16, 1, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 30.

Greek Monolingual

ἐπισκεπής, -ές (Α)
σκεπαστός, αυτός που προφυλάσσει από τον άνεμο και το κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σκεπής (< σκέπας «κάλυμμα»)].

Russian (Dvoretsky)

ἐπισκεπής: укрытый, защищенный: ἐν ἐπισκεπεῖ Arst. в укрытом месте.