ἀπόκλητος: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπόκλητος:''' призванный, избранный: οἱ ἀποκλητοι Polyb. апоклеты (члены высшего совета у этолян).
|elrutext='''ἀπόκλητος:''' [[призванный]], [[избранный]]: οἱ ἀποκλητοι Polyb. апоклеты (члены высшего совета у этолян).
}}
}}

Revision as of 15:07, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόκλητος Medium diacritics: ἀπόκλητος Low diacritics: απόκλητος Capitals: ΑΠΟΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: apóklētos Transliteration B: apoklētos Transliteration C: apoklitos Beta Code: a)po/klhtos

English (LSJ)

ον, (ἀποκαλέω) A called or chosen out, select; οἱ Ἀπόκλητοι, in the Aetolian League, members of the select council, Plb.20.1.1, etc.

German (Pape)

[Seite 307] abgerufen; οἱ Ἀπόκλητοι, der höchste Rath der Aetolier, Pol. 20, 1. 10; vgl. Liv. 35, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκλητος: -ον, (ἀποκαλέω) κληθεὶς ἢ ἐκλεχθεὶς ἀπό τινος, ἐκλεκτὸς, οἱ Ἀπόκλητοι ἐν Αἰτωλοῖς, μέλη τοῦ ἐκλεκτοῦ συνεδρίου, Πολύβ. 20. 1, 1, κτλ., πρβλ. Ἑρμάννου Πολιτ. Ἀρχ. § 184. 10.

Spanish (DGE)

-ον
seleccionado οἱ ἀ. miembros del Consejo en la Liga Etolia, Plb.4.5.9, 20.1.1, 20.10.13, 21.5.2.

Greek Monolingual

ἀπόκλητος, -ον (Α) αποκαλώ
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἀπόκλητοι
τα μέλη του αιρετού συνεδρίου των Αιτωλών.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόκλητος: призванный, избранный: οἱ ἀποκλητοι Polyb. апоклеты (члены высшего совета у этолян).