συσσείω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συσσείω:''' сотрясать: συσσείεσθαι [[κάτω]] Arst. стряхиваться вниз. | |elrutext='''συσσείω:''' [[сотрясать]]: συσσείεσθαι [[κάτω]] Arst. стряхиваться вниз. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 20 August 2022
English (LSJ)
A shake together, τὰ τείχη Polyaen.6.3; τῷ πτερῷ τοῦ κρατῆρος τὴν βάσιν Gp.11.17.4:—Pass., Arist.Pr.966b12, Him.Or.2.23. 2 make to tremble, LXX Ps.28(29).8. 3 metaph. of intoxication, συνέσεισέ μ' ἐκποθεῖσα φιάλη Xenarch.2.2.
Greek (Liddell-Scott)
συσσείω: σείω ὁμοῦ, τὰ τείχη Πολύαιν. 6. 3. - Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 37. 6. 2) κάμνω τινὰ νὰ τρέμῃ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΚΗ΄, 7, κ. ἀλλ.). 3) μεταφορ., ἐπὶ μέθης, συνέσεισέ μ’ ἐκποθεῖσα φιάλη Ξέναρχ. ἐν «Διδύμοις» 1.
Spanish
conmover, agitar al mismo tiempo
Greek Monolingual
ΜA
σείω μαζί («τὰ τείχη συνέσειον», Πολύαιν.)
μσν.
ενοχλώ, ταράζω
αρχ.
1. κάνω κάποιον να τρέμει
2. μτφ. (για μέθη) συγκλονίζω, συνταράζω
3. περιστρέφω, στριφογυρίζω.
Russian (Dvoretsky)
συσσείω: сотрясать: συσσείεσθαι κάτω Arst. стряхиваться вниз.