μυχόθεν: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mychothen | |Transliteration C=mychothen | ||
|Beta Code=muxo/qen | |Beta Code=muxo/qen | ||
|Definition=Adv. <span class="sense"><span class="bld">A</span> | |Definition=Adv. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[from the inmost part of the house]], [[from the women's chambers]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>96</span> (anap.), <span class="bibl"><span class="title">Ch.</span>35</span> (lyr.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:35, 20 August 2022
English (LSJ)
Adv. A from the inmost part of the house, from the women's chambers, A.Ag.96 (anap.), Ch.35 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 224] aus dem Innersten, Aesch. Ag. 96, φόβος ἀμβόαμα μυχόθεν ἔλακε Ch. 35.
Greek (Liddell-Scott)
μῠχόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τοῦ μυχοῦ τῆς οἰκίας, ἐκ τοῦ γυναικῶνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 96, Χο. 35.
French (Bailly abrégé)
adv.
du fond.
Étymologie: μυχός, -θεν.
Greek Monolingual
μυχόθεν (Α)
επίρρ. από τον μυχό, από τα εσώτατα δωμάτια του σπιτιού, από τον γυναικωνίτη («ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα μυχόθεν ἔλακε περὶ φόβῳ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + επιρρμ. κατάλ. -θεν, που δηλώνει την από τόπου κίνηση (πρβλ. θεό-θεν, κυκλό-θεν)].
Greek Monotonic
μῠχόθεν: (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο μέρος του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.
• μῠχόθεν: (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο μέρος του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μῠχόθεν: adv. из (глубины) дома, изнутри Aesch.
Middle Liddell
μυχός
adv. from the inmost part of the house, from the women's chambers, Aesch.