κητόδορπος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(7)
 
mNo edit summary
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kitodorpos
|Transliteration C=kitodorpos
|Beta Code=khto/dorpos
|Beta Code=khto/dorpos
|Definition=<b class="b3">συμφορά, ἡ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">supplying food for sea-monsters</b>, Lyc. 954.</span>
|Definition=[[συμφορά]], ἡ, [[supplying food for sea-monsters]], Lyc. 954.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1435.png Seite 1435]] den großen Meerfischen Fraß, Nahrung gebend, Lycophr. 954.
}}
{{ls
|lstext='''κητόδορπος''': [[συμφορά]], ἡ, τὸ νὰ καταστῇ τις βορὰ τῶν ἰχθύων, Λυσ. 954.
}}
{{grml
|mltxt=[[κητόδορπος]], -ον (Α)<br />αυτός που εφοδιάζει με [[τροφή]] τα θαλάσσια τέρατα («[[κητόδορπος]] [[συμφορά]]» — η [[συμφορά]] του να γίνει [[κανείς]] [[βορά]] τών κητών, να τον φάνε τα θαλάσσια τέρατα, <b>Λυκόφρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῆτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δορπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόρπον]] «[[γεύμα]]»), [[πρβλ]]. [[αποινόδορπος]], [[σύνδορπος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:13, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κητόδορπος Medium diacritics: κητόδορπος Low diacritics: κητόδορπος Capitals: ΚΗΤΟΔΟΡΠΟΣ
Transliteration A: kētódorpos Transliteration B: kētodorpos Transliteration C: kitodorpos Beta Code: khto/dorpos

English (LSJ)

συμφορά, ἡ, supplying food for sea-monsters, Lyc. 954.

German (Pape)

[Seite 1435] den großen Meerfischen Fraß, Nahrung gebend, Lycophr. 954.

Greek (Liddell-Scott)

κητόδορπος: συμφορά, ἡ, τὸ νὰ καταστῇ τις βορὰ τῶν ἰχθύων, Λυσ. 954.

Greek Monolingual

κητόδορπος, -ον (Α)
αυτός που εφοδιάζει με τροφή τα θαλάσσια τέρατα («κητόδορπος συμφορά» — η συμφορά του να γίνει κανείς βορά τών κητών, να τον φάνε τα θαλάσσια τέρατα, Λυκόφρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -δορπος (< δόρπον «γεύμα»), πρβλ. αποινόδορπος, σύνδορπος].