συγκομιστήρια: Difference between revisions

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkomistiria
|Transliteration C=sygkomistiria
|Beta Code=sugkomisth/ria
|Beta Code=sugkomisth/ria
|Definition=(sc. [[ἱερά]]), τά, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">the feast of harvest-home</b>, Id., <span class="bibl">Eust.772.22</span>.</span>
|Definition=(sc. [[ἱερά]]), τά, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[the feast of harvest-home]], Id., <span class="bibl">Eust.772.22</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:30, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκομιστήρια Medium diacritics: συγκομιστήρια Low diacritics: συγκομιστήρια Capitals: ΣΥΓΚΟΜΙΣΤΗΡΙΑ
Transliteration A: synkomistḗria Transliteration B: synkomistēria Transliteration C: sygkomistiria Beta Code: sugkomisth/ria

English (LSJ)

(sc. ἱερά), τά, A the feast of harvest-home, Id., Eust.772.22.

Greek (Liddell-Scott)

συγκομιστήρια: (ἱερὰ) τά, «θυσία ἐπὶ καρπῶν συγκομιδῇ» Ἡσύχ.· ὡσαύτως: «θαλύσια· αἱ τῶν καρπῶν ἀπαρχαί», πρβλ. Εὐστ. 772, 23.

Greek Monolingual

τά, ΜΑ
(ενν. ιερά) (στην αρχαία Αθήνα αλλά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας) ετήσια εορτή που τελούσαν μετά από τον αλωνισμό και κατά την εποχή της συγκομιδής προς τιμήν της Δήμητρος και του Διονύσου και στη διάρκεια της οποίας προσέφεραν αναίμακτες θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκομίζω + επίθημα -τήριον / -τήρια (πρβλ. Άνθεσ-τήρια, οἰνισ-τήρια)].

Greek Monolingual

τά, ΜΑ
(ενν. ιερά) (στην αρχαία Αθήνα αλλά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας) ετήσια εορτή που τελούσαν μετά από τον αλωνισμό και κατά την εποχή της συγκομιδής προς τιμήν της Δήμητρος και του Διονύσου και στη διάρκεια της οποίας προσέφεραν αναίμακτες θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκομίζω + επίθημα -τήριον / -τήρια (πρβλ. Άνθεσ-τήρια, οἰνισ-τήρια)].