σηκώδης: Difference between revisions

From LSJ

Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh

Menander, Monostichoi, 137
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " :" to ":")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />semblable à une chapelle.<br />'''Étymologie:''' [[σηκός]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />semblable à une chapelle.<br />'''Étymologie:''' [[σηκός]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[σηκός]]<br />αυτός που έχει το [[σχήμα]] σηκού.
|mltxt=-ῶδες, Α [[σηκός]]<br />αυτός που έχει το [[σχήμα]] σηκού.
}}
}}

Revision as of 10:40, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηκώδης Medium diacritics: σηκώδης Low diacritics: σηκώδης Capitals: ΣΗΚΩΔΗΣ
Transliteration A: sēkṓdēs Transliteration B: sēkōdēs Transliteration C: sikodis Beta Code: shkw/dhs

English (LSJ)

ες, (A σηκός ΙΙ) chapel-like, Ael.NA10.31.

German (Pape)

[Seite 873] ες, kapellenartig, -ähnlich, Ael. H. A. 10, 31.

Greek (Liddell-Scott)

σηκώδης: -ες, (σηκὸς ΙΙ, εἶδος) ὅμοιος πρὸς σηκόν, πρὸς ἱερόν, πρὸς ναΐσκον, Αἰλ. π. Ζ. 10. 31.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à une chapelle.
Étymologie: σηκός, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σηκός
αυτός που έχει το σχήμα σηκού.