ἐδώδιμος: Difference between revisions
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
m (Text replacement - "‘([\w\s]+)’" to "‘$1’") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ος, -η, -ον Hdt.2.92, Dsc.3.52]<br /><b class="num">1</b> [[comestible]] de plantas ἡ ῥίζα τοῦ λωτοῦ ... ἐδωδίμη Hdt.l.c., ὅ γε ξερὸς σῖτος ὅπως καλῶς ἐ. γίγνηται ἐπιμελητέον X.<i>Oec</i>.7.36, cf. Plu.2.968a, <i>BGU</i> 85.3.11 (II d.C.), καρπός Gal.4.603, 11.807, περὶ σικύου ἐδωδίμου Gal.12.121, ἡ ῥίζα καὶ τὸ κατὰ γῆς πεφυκὸς ἐδώδιμόν ἐστι Mnesith.Ath.25.8, τῇ αἰγὶ τὸν θαλλὸν εἶναι ἐδώδιμον D.L.9.80, de anim. (ζῷα) ἐδώδιμα Hdt.3.108, cf. Porph.<i>Abst</i>.1.12, gener. ὅσα τις ἔχει ἐδώδιμα Th.7.39, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐδώδιμον [[lo comestible]], [[la parte comestible]] de plantas ὥστε ἀνὰ μέσον εἶναι τοῦ τε ἐδωδίμου τοῦ ἐντὸς καὶ τοῦ ἔξω Thphr.<i>HP</i> 7.13.8<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἐδώδιμα [[los comestibles]], [[los alimentos]] τῶν ἐδωδίμων καὶ ποτῶν ἴσον ἀπέχοντος Arist.<i>Cael</i>.295<sup>b</sup>33, cf. <i>Rh</i>.1373<sup>a</sup>30, Thphr.<i>CP</i> 6.11.10, οἱ δ' εἰσεκόμιζον [[ἄλλος]] ἄλλο τι τῶν ἐδωδίμων Luc.<i>Asin</i>.50, fig. διακρίνειν ἐν τοῖς τοιούτοις ἐδωδίμοις τὸ τρόφιμόν τε καὶ δηλητήριον Gr.Nyss.<i>Beat</i>.113.24.<br /><b class="num">2</b> [[preparado para ser comido]] op. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ος, -η, -ον Hdt.2.92, Dsc.3.52]<br /><b class="num">1</b> [[comestible]] de plantas ἡ ῥίζα τοῦ λωτοῦ ... ἐδωδίμη Hdt.l.c., ὅ γε ξερὸς σῖτος ὅπως καλῶς ἐ. γίγνηται ἐπιμελητέον X.<i>Oec</i>.7.36, cf. Plu.2.968a, <i>BGU</i> 85.3.11 (II d.C.), καρπός Gal.4.603, 11.807, περὶ σικύου ἐδωδίμου Gal.12.121, ἡ ῥίζα καὶ τὸ κατὰ γῆς πεφυκὸς ἐδώδιμόν ἐστι Mnesith.Ath.25.8, τῇ αἰγὶ τὸν θαλλὸν εἶναι ἐδώδιμον D.L.9.80, de anim. (ζῷα) ἐδώδιμα Hdt.3.108, cf. Porph.<i>Abst</i>.1.12, gener. ὅσα τις ἔχει ἐδώδιμα Th.7.39, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐδώδιμον [[lo comestible]], [[la parte comestible]] de plantas ὥστε ἀνὰ μέσον εἶναι τοῦ τε ἐδωδίμου τοῦ ἐντὸς καὶ τοῦ ἔξω Thphr.<i>HP</i> 7.13.8<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἐδώδιμα [[los comestibles]], [[los alimentos]] τῶν ἐδωδίμων καὶ ποτῶν ἴσον ἀπέχοντος Arist.<i>Cael</i>.295<sup>b</sup>33, cf. <i>Rh</i>.1373<sup>a</sup>30, Thphr.<i>CP</i> 6.11.10, οἱ δ' εἰσεκόμιζον [[ἄλλος]] ἄλλο τι τῶν ἐδωδίμων Luc.<i>Asin</i>.50, fig. διακρίνειν ἐν τοῖς τοιούτοις ἐδωδίμοις τὸ τρόφιμόν τε καὶ δηλητήριον Gr.Nyss.<i>Beat</i>.113.24.<br /><b class="num">2</b> [[preparado para ser comido]] op. ‘[[crudo]]’ κρέας ... ἑψεθὲν ἁγνὸν καὶ ἐδώδιμον Iul.<i>Or</i>.9.192c, ῥίζα δὲ δακτύλου ... ἐδωδίμη ἐφθή Dsc.l.c.<br /><b class="num">3</b> [[que está permitido comerlo]] τὸ νεῦρον ... οὐδὲ ἡμῖν ἐστιν ἐδώδιμον I.<i>AI</i> 1.334. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:05, 21 August 2022
English (LSJ)
ον, Thphr.CP6.11.10, 6.12.12; η, ον Hdt.2.92:—A eatable, Hdt. l.c., 3.108, etc.; ἐδώδιμα eatables, provisions, Th.7.39, Arist.Rh.1373a30, Porph.Abst.1.12, etc. II prepared for eating, cooked, Orib.15.1.8.
German (Pape)
[Seite 717] ον, auch 3 Endgn, Her. 2, 92, zu essen, genießbar, 3, 108 Thuc. 7, 39 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἐδώδιμος: -ον, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 10., 6. 12, 12, η, ον, Ἡρόδ. 2. 92: -ἐδώδιμος, φαγώσιμος, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 3. 108, κτλ.· τὰ ἐδώδιμα, ζωοτροφίαι, τρφαί, ὁ αὐτ. 7. 39, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
mangeable, bon à manger, comestible ; τὰ ἐδώδιμα THC provisions de bouche.
Étymologie: ἐδωδή.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [-ος, -η, -ον Hdt.2.92, Dsc.3.52]
1 comestible de plantas ἡ ῥίζα τοῦ λωτοῦ ... ἐδωδίμη Hdt.l.c., ὅ γε ξερὸς σῖτος ὅπως καλῶς ἐ. γίγνηται ἐπιμελητέον X.Oec.7.36, cf. Plu.2.968a, BGU 85.3.11 (II d.C.), καρπός Gal.4.603, 11.807, περὶ σικύου ἐδωδίμου Gal.12.121, ἡ ῥίζα καὶ τὸ κατὰ γῆς πεφυκὸς ἐδώδιμόν ἐστι Mnesith.Ath.25.8, τῇ αἰγὶ τὸν θαλλὸν εἶναι ἐδώδιμον D.L.9.80, de anim. (ζῷα) ἐδώδιμα Hdt.3.108, cf. Porph.Abst.1.12, gener. ὅσα τις ἔχει ἐδώδιμα Th.7.39, cf. Hsch.
•subst. τὸ ἐδώδιμον lo comestible, la parte comestible de plantas ὥστε ἀνὰ μέσον εἶναι τοῦ τε ἐδωδίμου τοῦ ἐντὸς καὶ τοῦ ἔξω Thphr.HP 7.13.8
•subst. τὰ ἐδώδιμα los comestibles, los alimentos τῶν ἐδωδίμων καὶ ποτῶν ἴσον ἀπέχοντος Arist.Cael.295b33, cf. Rh.1373a30, Thphr.CP 6.11.10, οἱ δ' εἰσεκόμιζον ἄλλος ἄλλο τι τῶν ἐδωδίμων Luc.Asin.50, fig. διακρίνειν ἐν τοῖς τοιούτοις ἐδωδίμοις τὸ τρόφιμόν τε καὶ δηλητήριον Gr.Nyss.Beat.113.24.
2 preparado para ser comido op. ‘crudo’ κρέας ... ἑψεθὲν ἁγνὸν καὶ ἐδώδιμον Iul.Or.9.192c, ῥίζα δὲ δακτύλου ... ἐδωδίμη ἐφθή Dsc.l.c.
3 que está permitido comerlo τὸ νεῦρον ... οὐδὲ ἡμῖν ἐστιν ἐδώδιμον I.AI 1.334.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐδώδιμος, -η, -ον και -ος, -ον) εδωδή
φαγώσιμος («εδώδιμος καρπός»)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εδώδιμα
τα τρόφιμα
αρχ.
μαγειρεμένος.
Greek Monotonic
ἐδώδιμος: -ον, σε Ηρόδ., -η, -ον· φαγώσιμος, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἐδώδιμα, τά, τροφές, προμήθειες, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐδώδῐμος: 2, Her. 3 годный в пищу, съедобный (ῥίζα τοῦ λωτοῦ Her.; ᾠά Arst.; καρπός Plut.).
Middle Liddell
ἐδώδιμος, ον [in Hdt.ος, η, ον,]
eatable, Hdt., Thuc., etc.: ἐδώδιμα, τά, eatables, provisions, Thuc.