οἰκειωτικός: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "s’" to "s'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui s’accorde ; [[πρός]] [[τι]], avec qch.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκειόω]].
|btext=ή, όν :<br />qui s'accorde ; [[πρός]] [[τι]], avec qch.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκειόω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:50, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκειωτικός Medium diacritics: οἰκειωτικός Low diacritics: οικειωτικός Capitals: ΟΙΚΕΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: oikeiōtikós Transliteration B: oikeiōtikos Transliteration C: oikeiotikos Beta Code: oi)keiwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A appropriative, τέχνη οἰ. Pl.Sph.223b; τὸ οἰ. πάθος πρὸς ἕκαστα Polystr.Herc.346p.79V. 2 adapting, οἰ. δύναμις πρὸς τὸ καλόν Plu.2.759e.

German (Pape)

[Seite 299] sich aneignend, τέχνη, Plat. Soph. 223 b; passend, πρός τι, im Ggstz von ἀντιτακτική, Plut. amat. 16 M.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκειωτικός: -ή, -όν, (οἰκειόω 2) ὁ εἰς ταὴν οἰκείωσιν ἀνήκων, τέχνη οἰκ. Πλάτ. Σοφ. 223Β. 2) ἁρμοστικός, οἰκ. δύναμις πρός τι Πλούτ. 2. 759Ε.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui s'accorde ; πρός τι, avec qch.
Étymologie: οἰκειόω.

Greek Monolingual

οἰκειωτικός, -ή, -όν (Α) οικειώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οίκείωση ή ο πρόσφορος, ο αρμόδιος για εξοικείωση («τέχνης οἰκειωτικῆς», Πλάτ.)
2. προσοικειωτικός, προσαρμοστικός, αυτός που τείνει προς οικείωση, προς συνάφεια
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκειωτικόν
εξοικείωση.

Russian (Dvoretsky)

οἰκειωτικός:
1) усваивающий (τέχνη Plat.);
2) приспособленный, приуроченный, т. е. тяготеющий (πρὸς τὸ καλόν Plut.).