καλοήθης: Difference between revisions
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />qui a de bonnes mœurs, | |btext=ης, ες:<br />qui a de bonnes mœurs, d'un caractère honnête.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ἦθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όηθες (AM [[καλοήθης]])<br />αυτός που έχει καλό χαρακτήρα, [[αγαθός]], [[ενάρετος]], [[ηθικός]]<br />||<b>νεοελλ.</b> <b>ιατρ.</b> (για [[νόσημα]], όγκο <b>κ.λπ.</b>) αυτός που παρουσιάζει ήπια [[μορφή]], μη [[θανατηφόρος]], [[ακίνδυνος]], ευκολοθεράπευτος («[[καλοήθης]] όγκος»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει λεπτά, ευγενικά χαρακτηριστικά<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καλόηθες</i><br />η [[αρετή]], η [[χρηστοήθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἦθος]]), [[πρβλ]]. [[κακοήθης]], [[χρηστοήθης]]]. | |mltxt=-όηθες (AM [[καλοήθης]])<br />αυτός που έχει καλό χαρακτήρα, [[αγαθός]], [[ενάρετος]], [[ηθικός]]<br />||<b>νεοελλ.</b> <b>ιατρ.</b> (για [[νόσημα]], όγκο <b>κ.λπ.</b>) αυτός που παρουσιάζει ήπια [[μορφή]], μη [[θανατηφόρος]], [[ακίνδυνος]], ευκολοθεράπευτος («[[καλοήθης]] όγκος»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει λεπτά, ευγενικά χαρακτηριστικά<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καλόηθες</i><br />η [[αρετή]], η [[χρηστοήθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἦθος]]), [[πρβλ]]. [[κακοήθης]], [[χρηστοήθης]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 23 August 2022
English (LSJ)
ες, A well-disposed, M.Ant.1.1, Procl.Par.Ptol.232, Procop.Arc.22.
German (Pape)
[Seite 1312] ες, gutgesinnt, gutartig, M. Ant. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui a de bonnes mœurs, d'un caractère honnête.
Étymologie: καλός, ἦθος.
Greek Monolingual
-όηθες (AM καλοήθης)
αυτός που έχει καλό χαρακτήρα, αγαθός, ενάρετος, ηθικός