ποντογενής: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμή → customary price of artaba

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pontogenis
|Transliteration C=pontogenis
|Beta Code=pontogenh/s
|Beta Code=pontogenh/s
|Definition=ές, (γενέσθαι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[seaborn]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>55.2</span>, <span class="bibl">81.1</span>:—fem. ποντο-γένεια, poet. ποντο-είη, ἡ, formed like [[ἀφρογένεια]], <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.33</span>.</span>
|Definition=ές, (γενέσθαι) [[seaborn]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>55.2</span>, <span class="bibl">81.1</span>:—fem. ποντο-γένεια, poet. ποντο-είη, ἡ, formed like [[ἀφρογένεια]], <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.33</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:50, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποντογενής Medium diacritics: ποντογενής Low diacritics: ποντογενής Capitals: ΠΟΝΤΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: pontogenḗs Transliteration B: pontogenēs Transliteration C: pontogenis Beta Code: pontogenh/s

English (LSJ)

ές, (γενέσθαι) seaborn, Orph.H.55.2, 81.1:—fem. ποντο-γένεια, poet. ποντο-είη, ἡ, formed like ἀφρογένεια, Opp.C.1.33.

German (Pape)

[Seite 681] ές, meergeboren, Orph. H. 54, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ποντογενής: -ές, (γενέσθαι) ὁ ἐκ τοῦ πόντου γεννηθείς, Ὀρφ. Ὕμν. 54. 2., 80. 1· ― θηλ. ποντογένεια, ἡ, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἀφρογένεια, Ὀππ. Κυν. 1. 33.

Greek Monolingual

-ές, θηλ. και ποντογένεια, ποιητ. τ. θηλ. ποντογενείη, Α
1. αυτός που γεννήθηκε στη θάλασσα
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ποντογένεια και Ποντογενείη
προσωνυμία της Αφροδίτης επειδή αναδύθηκε από τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσο-γενής].