πρόσφυμα: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosfyma
|Transliteration C=prosfyma
|Beta Code=pro/sfuma
|Beta Code=pro/sfuma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[excrescence]], of expletives, <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>55</span> (pl.).</span>
|Definition=ατος, τό, [[excrescence]], of expletives, <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>55</span> (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:50, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσφῡμα Medium diacritics: πρόσφυμα Low diacritics: πρόσφυμα Capitals: ΠΡΟΣΦΥΜΑ
Transliteration A: prósphyma Transliteration B: prosphyma Transliteration C: prosfyma Beta Code: pro/sfuma

English (LSJ)

ατος, τό, excrescence, of expletives, Demetr.Eloc.55 (pl.).

German (Pape)

[Seite 787] τό, das Angewachsene, der Anhang, Demetr. Phal. 55.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσφῡμα: τό, τὸ προσφυόμενον, «καὶ τοῖς παραπληρωματικοῖς δὲ συνδέσμοις χρηστέον, οὐχὶ ὡς προσθήκαις κεναῖς καὶ οἷον προσφύμασιν..., ἀλλά…» Ρήτορες (Waltz) τ. 7, μέρ. β´, σ. 1213.

Greek Monolingual

τὸ, ΝΑ προσφύω
νεοελλ.
γλωσσ. μόρφημα που προστίθεται στη θεματική ρίζα, δηλ. στο σταθερό λεξιλογικό στοιχείο, και συμβάλλει στην κλίση ή στην παραγωγή μιας λέξης
αρχ.
καθετί που προσφύεται.