σαβάκτης: Difference between revisions
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=savaktis | |Transliteration C=savaktis | ||
|Beta Code=saba/kths | |Beta Code=saba/kths | ||
|Definition=ου, ὁ, (σαβάζω) | |Definition=ου, ὁ, (σαβάζω) [[shatterer]], [[destroyer]], of a mischievous goblin who broke pots, <span class="bibl">Hom.<span class="title">Epigr.</span>14.9</span>: fem. pl. σαβακτίδες· <b class="b3">ὀστράκινα ζῴδια</b>, Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:55, 23 August 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, (σαβάζω) shatterer, destroyer, of a mischievous goblin who broke pots, Hom.Epigr.14.9: fem. pl. σαβακτίδες· ὀστράκινα ζῴδια, Hsch.
German (Pape)
[Seite 856] ὁ, der Zertrümmerer; bes. hieß so ein tückischer Dämon, eine Art Hauskobold, dec die Töpfe umstieß und zerbrach, ep. Hom. 14, 9; von σαβάζω.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰβάκτης: -ου, ὁ, (σαβάζω) ὁ συντρίβων, καταστρέφων, ἐπὶ κακοποιοῦ τινος δαιμονίου ὅπερ κατέθραυε σκεύη, Ὁμ. Ἐπ. 14. 9· θηλ. σαβακτίδες. «ὀστράκινα ζῴδια» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α [[[σαβάζω]] (ΙΙ)]
(για έναν κακό δαίμονα που συνέτριβε τα σκεύη) καταστροφέας.
Greek Monotonic
σᾰβάκτης: -ου, ὁ, αυτός που συντρίβει, που καταστρέφει, που ερειπώνει· λέγεται για κάποιο δαιμόνιο που έσπαγε κεραμικά σκεύη, σε Όμηρ., Επικ. (αμφίβ. προέλ.).
Middle Liddell
σᾰβάκτης, ου, ὁ,
a shatterer, destroyer, of a goblin who broke pots, epic Hom. [deriv. uncertain]