σκινθαρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skintharizo
|Transliteration C=skintharizo
|Beta Code=skinqari/zw
|Beta Code=skinqari/zw
|Definition=[[σκινθίζομαι]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[σκίνδαρος]].</span>
|Definition=[[σκινθίζομαι]], v. [[σκίνδαρος]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 18:05, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκινθαρίζω Medium diacritics: σκινθαρίζω Low diacritics: σκινθαρίζω Capitals: ΣΚΙΝΘΑΡΙΖΩ
Transliteration A: skintharízō Transliteration B: skintharizō Transliteration C: skintharizo Beta Code: skinqari/zw

English (LSJ)

σκινθίζομαι, v. σκίνδαρος.

German (Pape)

[Seite 899] = σκιμαλίζω, nasenstübern, VLL.; bei Poll. 9, 126 σκανθαρίζω; bei Hesych. scheint σκινδαρεύω, σκινδαρέω, σκινδαρίζω dasselbe zu sein; auch σκίνδαροι od. σκίνθαροι, τὰ προσκινήματα erkl., Phot. aber sagt σκίνδαροςἐπανάστασις νυκτὸς ἀφροδισίων ἕνεκα.

Greek Monolingual

και σκανθαρίζω Α
(κατά τον Ησύχ.) «τῷ μέσῳ δακτύλῳ τὸν μυκτήρα παίω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. σκινδαρίσαι, σκινδακίσαι)].

Frisk Etymological English

See also: s. σκινδαρος