στερεοβάτης: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stereovatis | |Transliteration C=stereovatis | ||
|Beta Code=stereoba/ths | |Beta Code=stereoba/ths | ||
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, | |Definition=[ᾰ], ου, ὁ, [[foundation course of a building]], Vitr.3.4.1. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:15, 23 August 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, foundation course of a building, Vitr.3.4.1.
Greek (Liddell-Scott)
στερεοβάτης: -ου, ὁ, ὁ βαίνων στερεῶς, σταθερῶς, λέξις ἀρχιτεκτονική, Vitruv. de archit. ΙΙΙ. 4. 1.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
αρχιτ. βάθρο χωρίς εξέχουσες γλυφές
αρχ.
θεμέλιο οικοδομής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ἐρημοβάτης.