συγκαλυπτός: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkalyptos | |Transliteration C=sygkalyptos | ||
|Beta Code=sugkalupto/s | |Beta Code=sugkalupto/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, [[wrapped up]], <b class="b3">κνίσῃ κῶλα σ</b>. ib.<span class="bibl">496</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:25, 23 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, wrapped up, κνίσῃ κῶλα σ. ib.496.
German (Pape)
[Seite 964] von allen Seiten bedeckt od. verhüllt, κνίσσῃ τε κῶλα συγκαλυπτά, Aesch. Prom. 494.
Greek (Liddell-Scott)
συγκᾰλυπτός: -ή, -όν, περικεκαλυμμένος, περιτετυλιγμένος, κνίσῃ κῶλα σ. Αἰσχλυλ. Πρ. 496.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
adj. verb. de συγκαλύπτω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συγκαλύπτω
καλυμμένος από παντού, περιτυλιγμένος.
Greek Monotonic
συγκαλυπτός: -ή, -όν, περιτυλιγμένος, συγκεκαλυμμένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
συγκᾰλυπτός: [adj. verb. к συγκαλύπτω окутанный, со всех сторон обложенный (κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκαλυπτός -ή -όν [συγκαλύπτω] helemaal bedekt of omhuld.
Middle Liddell
συγκᾰλυπτός, ή, όν
wrapped up, Aesch. [from συγκᾰλύπτω]