φραγμίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_3)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fragmitis
|Transliteration C=fragmitis
|Beta Code=fragmi/ths
|Beta Code=fragmi/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">growing in hedges</b>, θάμνος Dsc.1.91; <b class="b3">κάλαμος</b> ib.85.</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[growing in hedges]], θάμνος Dsc.1.91; [[κάλαμος]] ib.85.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φραγμίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐν τοῖς φραγμοῖς φυόμενος, ἄλιμος [[θάμνος]] ἐστὶ [[φραγμίτης]] Διοσκ. 1. 121.
|lstext='''φραγμίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐν τοῖς φραγμοῖς φυόμενος, ἄλιμος [[θάμνος]] ἐστὶ [[φραγμίτης]] Διοσκ. 1. 121.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>βοτ.</b> μικρό κοσμοπολιτικό [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] αγρωστίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φραγμός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>phragmit</i><i>ē</i><i>s</i>].
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φραγμίτης Medium diacritics: φραγμίτης Low diacritics: φραγμίτης Capitals: ΦΡΑΓΜΙΤΗΣ
Transliteration A: phragmítēs Transliteration B: phragmitēs Transliteration C: fragmitis Beta Code: fragmi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, growing in hedges, θάμνος Dsc.1.91; κάλαμος ib.85.

German (Pape)

[Seite 1302] ὁ, zum Zaune dienlich, gehörig, vom Zaun herkommend, an Zäunen wachsend, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

φραγμίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐν τοῖς φραγμοῖς φυόμενος, ἄλιμος θάμνος ἐστὶ φραγμίτης Διοσκ. 1. 121.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
βοτ. μικρό κοσμοπολιτικό γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φραγμός + κατάλ. -ίτης. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. phragmitēs].