καμψίουρος: Difference between revisions
From LSJ
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kampsiouros | |Transliteration C=kampsiouros | ||
|Beta Code=kamyi/ouros | |Beta Code=kamyi/ouros | ||
|Definition=[ῐ], ον, | |Definition=[ῐ], ον, [[bending the tail]], v. [[σκίουρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 00:35, 24 August 2022
English (LSJ)
[ῐ], ον, bending the tail, v. σκίουρος.
German (Pape)
[Seite 1319] den Schwanz biegend, das Eichhörnchen, σκίουρος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
καμψίουρος: -ον, ὁ κάμπτων τὴν οὐράν, ἴδε σκίουρος.
Greek Monolingual
καμψίουρος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. αυτός που κάμπτει την ουρά
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ καμψίουρος
ο σκίουρος, η βερβερίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμψι- (< κάμπτω) + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. θυσάν-ουρος, μακρόουρος. Σύνθ. του τ. τερψί-μβροτος].