κριμνίτης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krimnitis | |Transliteration C=krimnitis | ||
|Beta Code=krimni/ths | |Beta Code=krimni/ths | ||
|Definition=[<b class="b3">ῑτ] ἄρτος, ὁ</b>, bread | |Definition=[<b class="b3">ῑτ] ἄρτος, ὁ</b>, bread [[made of]] [[κρίμνον]], [[coarse]] bread, <span class="bibl">Archestr.<span class="title">Fr.</span>4.13</span> ([[κριμματίαν]] codd.), Iatrocl. ap. <span class="bibl">Ath.14.646a</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 02:20, 24 August 2022
English (LSJ)
[ῑτ] ἄρτος, ὁ, bread made of κρίμνον, coarse bread, Archestr.Fr.4.13 (κριμματίαν codd.), Iatrocl. ap. Ath.14.646a.
German (Pape)
[Seite 1509] πλακοῦς, Kuchen von κρίμνον gebacken, Ath. XIV, 646 a. Dasselbe ist bei Hesych. κριμνῆστις, πλακοῦντος εἶδος.
Greek (Liddell-Scott)
κριμνίτης: ἄρτος, ὁ, ἄρτος πεποιημένος ἐκ κρίμνου, φαῦλος, πρόστυχος ἄρτος, Ἀθήν. 646Α· ― οὕτω κριμνατίας ἄρτος (κοινῶς κριμμ-), Ἀρχέστρ. αὐτόθι 112Β.
Greek Monolingual
κριμνίτης, ὁ (Α) κρίμνον
φρ. «κριμνίτης ἄρτος» — άρτος παρασκευασμένος από χοντροαλεσμένο κριθάρι, κατώτερης ποιότητας ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίμνον + -ίτης, κατάλ. που απαντά και σε άλλες ονομασίες άρτων (πρβλ. ζυμίτης, ιπνίτης].