λυσσαλέος: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lyssaleos | |Transliteration C=lyssaleos | ||
|Beta Code=lussale/os | |Beta Code=lussale/os | ||
|Definition=α, ον, | |Definition=α, ον, [[raging mad]], κύνες <span class="bibl">A.R.4.1393</span>; also λ. μανίη <span class="bibl">Man.4.539</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 03:25, 24 August 2022
English (LSJ)
α, ον, raging mad, κύνες A.R.4.1393; also λ. μανίη Man.4.539.
Greek (Liddell-Scott)
λυσσᾰλέος: -α, -ον, λυσσῶν, λυσσασμένος, μανιώδης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1393.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α λυσσαλέος, -έα, -ον)
1. αυτός που πάσχει από λύσσα
2. μτφ. πολύ οργισμένος ή πολύ ορμητικός («λυσσαλέα επίθεση»).
επίρρ...
λυσσαλέως και -έα
με λύσσα, με μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -αλέος (πρβλ. πειναλέος, ρωμαλέος)].