μελανονεφής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melanonefis
|Transliteration C=melanonefis
|Beta Code=melanonefh/s
|Beta Code=melanonefh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with black clouds]], gloss on [[κελαινεφής]], Sch. D <span class="bibl">Il.2.412</span>.</span>
|Definition=ές, [[with black clouds]], gloss on [[κελαινεφής]], Sch. D <span class="bibl">Il.2.412</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 03:55, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνονεφής Medium diacritics: μελανονεφής Low diacritics: μελανονεφής Capitals: ΜΕΛΑΝΟΝΕΦΗΣ
Transliteration A: melanonephḗs Transliteration B: melanonephēs Transliteration C: melanonefis Beta Code: melanonefh/s

English (LSJ)

ές, with black clouds, gloss on κελαινεφής, Sch. D Il.2.412.

German (Pape)

[Seite 119] ές, schwarzwolkig, Schol. Il. 2, 412.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνονεφής: -ές, ὁ μέλανα νέφη συνάγων, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 412, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ κελαινεφής.

Greek Monolingual

μελανονεφής και μελαινονεφής, -ές (Α)
αυτός που έχει μαύρα σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -νεφής (< νέφος), πρβλ. ευρυ-νεφής. Ο τ. μελαινεφής κατά το κελαινεφής.