μηχανητικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=michanitikos
|Transliteration C=michanitikos
|Beta Code=mhxanhtiko/s
|Beta Code=mhxanhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[μηχανικός]] <span class="bibl">1.1</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>3.1.8</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[μηχανικός]]): c. gen. rei, μ. τοῦ πολλοὺς φαίνεσθαι τοὺς ὀλίγους ἱππέας <span class="bibl">Id.<span class="title">Eq.Mag.</span>5.2</span>.</span>
|Definition=ή, όν, = [[μηχανικός]] <span class="bibl">1.1</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>3.1.8</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[μηχανικός]]): c. gen. rei, μ. τοῦ πολλοὺς φαίνεσθαι τοὺς ὀλίγους ἱππέας <span class="bibl">Id.<span class="title">Eq.Mag.</span>5.2</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 04:25, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνητικός Medium diacritics: μηχανητικός Low diacritics: μηχανητικός Capitals: ΜΗΧΑΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: mēchanētikós Transliteration B: mēchanētikos Transliteration C: michanitikos Beta Code: mhxanhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, = μηχανικός 1.1, X.HG3.1.8 (v.l. μηχανικός): c. gen. rei, μ. τοῦ πολλοὺς φαίνεσθαι τοὺς ὀλίγους ἱππέας Id.Eq.Mag.5.2.

German (Pape)

[Seite 181] in Anwendung von Listen u. Kunstgriffen od. Maschinen erfahren, Xen. Hipp. 5, 2, gewandt, schlau.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνητικός: -ή, -όν, = μηχανικός, ἐπιτήδειος εἰς τὸ ἐπινοεῖν τρόπους, ἐφευρετικός, χρὴ δὲ [τὸν ἵππαρχον] μηχανητικὸν εἶναι καὶ τοῦ πολλοὺς μὲν φαίνεσθαι τοὺς ὀλίγους ἱππέας, πάλιν δὲ ὀλίγους τοὺς πολλοὺς Ξεν. Ἱππαρχ. 5, 2.

Greek Monolingual

μηχανητικός, -ή, -όν (Α) μηχανώμαι
αυτός που είναι επιτήδειος στο να επινοεί, εφευρετικός, επινοητικός.

Greek Monotonic

μηχᾰνητικός: -ή, -όν, = μηχανικός, σε Ξεν.

Middle Liddell

μηχᾰνητικός, ή, όν = μηχανικός, Xen.]