μονοσύστατος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monosystatos | |Transliteration C=monosystatos | ||
|Beta Code=monosu/statos | |Beta Code=monosu/statos | ||
|Definition=ον, of an art, | |Definition=ον, of an art, [[existing only while it is being practised]], e.g. dancing, Sch.D.T.<span class="bibl">p.445</span> H. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μονοσύστατος]], -ον (Α)<br />(για [[τέχνη]]) αυτός που λαμβάνει [[υπόσταση]] μόνον όταν μπαίνει σε [[εφαρμογή]], όταν ασκείται, όπως π.χ. ο [[χορός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[συστατός]] (<span style="color: red;"><</span> [[συνίσταμαι]]), [[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>σύστατος</i>]. | |mltxt=[[μονοσύστατος]], -ον (Α)<br />(για [[τέχνη]]) αυτός που λαμβάνει [[υπόσταση]] μόνον όταν μπαίνει σε [[εφαρμογή]], όταν ασκείται, όπως π.χ. ο [[χορός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[συστατός]] (<span style="color: red;"><</span> [[συνίσταμαι]]), [[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>σύστατος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 04:45, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, of an art, existing only while it is being practised, e.g. dancing, Sch.D.T.p.445 H.
Greek Monolingual
μονοσύστατος, -ον (Α)
(για τέχνη) αυτός που λαμβάνει υπόσταση μόνον όταν μπαίνει σε εφαρμογή, όταν ασκείται, όπως π.χ. ο χορός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + συστατός (< συνίσταμαι), πρβλ. πολυ-σύστατος].