μυρικᾶς: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myrikas
|Transliteration C=myrikas
|Beta Code=murika=s
|Beta Code=murika=s
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[μύρκος]].</span>
|Definition=v. [[μύρκος]].
}}
{{ls
|lstext='''μυρικᾶς''': «[[ἄφωνος]], ἐν ἑαυτῷ ἔχων ὃ μέλλει πράττειν» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=μυρικᾱς (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἄφωνος]], ἐν ἑαυτῷ ἔχων ὃ μέλλει πράττειν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρκος]] «[[άφωνος]]», τ. σχηματισμένος κατ' [[επίδραση]] του [[μυρίκη]] «[[είδος]] θάμνου»].
}}
}}

Latest revision as of 05:15, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρικᾶς Medium diacritics: μυρικᾶς Low diacritics: μυρικάς Capitals: ΜΥΡΙΚΑΣ
Transliteration A: myrikâs Transliteration B: myrikas Transliteration C: myrikas Beta Code: murika=s

English (LSJ)

v. μύρκος.

Greek (Liddell-Scott)

μυρικᾶς: «ἄφωνος, ἐν ἑαυτῷ ἔχων ὃ μέλλει πράττειν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μυρικᾱς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἄφωνος, ἐν ἑαυτῷ ἔχων ὃ μέλλει πράττειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρκος «άφωνος», τ. σχηματισμένος κατ' επίδραση του μυρίκη «είδος θάμνου»].