ἐναντιωματικός: Difference between revisions
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enantiomatikos | |Transliteration C=enantiomatikos | ||
|Beta Code=e)nantiwmatiko/s | |Beta Code=e)nantiwmatiko/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, [[marking opposition]], σύνδεσμος <span class="bibl">D.T.643.14</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Conj.</span>251.3</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Eust.809.36</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 06:30, 24 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, marking opposition, σύνδεσμος D.T.643.14, A.D.Conj.251.3. Adv. -κῶς Eust.809.36.
German (Pape)
[Seite 827] ή, όν, entgegengesetzt, zuwider, Schol. Soph. Ai. 122.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναντιωματικός: -ή, -όν, ὁ δηλῶν ἐναντίωσιν, ἐπὶ συνδέσμ., ὁ καὶ ἐναντιωματικὸς ἀντὶ τοῦ καίπερ Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 214. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Εὐστ. 809. 36.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que se opone, que se enfrenta παρασκευή πολεμικὴ ἢ ... ἄλλη ἐ. Eust.935.37.
2 gram. que indica oposición, que expresa lo contrario ἐ. σύνδεσμος D.T.643.15, A.D.Coni.251.3, 257.12, τὸ ἔμπης καὶ ἐπίρρημα A.D.Adu.154.26, cf. Sch.rec.Ar.Nu.890a (p.368), Hdn.Gr.2.60, Phlp.Diff.Accent.C ο 1, ἐ. πρόθεσις preverbio con valor opositivo ref. a κατα- expr. hostilidad, Eust.237.21.
II adv. -ῶς indicando oposición Eust.809.37, Lex.Vind.s.u. καί.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐναντιωματικός, -ή, -όν)
γραμμ. (για σύνδ., πρότ. ή μτχ.) αυτός που δηλώνει αντίθεση, εναντίωση («εναντιωματικοί σύνδεσμοι», «εναντιωματικές προτάσεις», «εναντιωματικές μετοχές»)
μσν.
(για διαθήκη) αυτή που προσβάλλεται από τους κληρονόμους.
επίρρ...
εναντιωματικώς, -ά
με τρόπο εναντιωματικό, αντιθετικά.
Russian (Dvoretsky)
ἐναντιωματικός: грам. противительный (σύνδεσμοι - напр., ὅμως).