ἔννηφιν: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ennifin | |Transliteration C=ennifin | ||
|Beta Code=e)/nnhfin | |Beta Code=e)/nnhfin | ||
|Definition= | |Definition=v. [[ἔνος]] (B). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:55, 24 August 2022
English (LSJ)
v. ἔνος (B).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἔννηφιν: ἴδε ἐν λ. ἔνος.
Greek Monolingual
ἔννηφιν και ἔνηφιν
επικ. τ. της δοτ. ενικ. του θηλ. του επιθ. ένος, -η, -ον (Α)
την τρίτη μέρα, μεθαύριο («ἔς τ' αὔριον ἔς τ' ἔνηφιν» — και για αύριο και για μεθαύριο, Ησίοδ.).
Greek Monotonic
ἔννηφιν: βλ. ἔνος.
Russian (Dvoretsky)
ἔννηφιν: эп. acc. к ἔνη.