ἀνάμπυξ: Difference between revisions
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anampyks | |Transliteration C=anampyks | ||
|Beta Code=a)na/mpuc | |Beta Code=a)na/mpuc | ||
|Definition=ῠκος, ὁ, ἡ, | |Definition=ῠκος, ὁ, ἡ, [[without head-band]] or [[fillet]], <span class="bibl">Call.<span class="title">Cer.</span>124</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:06, 24 August 2022
English (LSJ)
ῠκος, ὁ, ἡ, without head-band or fillet, Call.Cer.124.
German (Pape)
[Seite 198] υκος, ohne Hauptbinde, Callim. Cer. 125.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάμπυξ: -υκος, ὁ, ἡ, ἄνευ ἄμπυκος, κεφαλοδέσμου, ταινίας Καλλ. εἰς Δημ. 124.
Spanish (DGE)
-ῠκος
sin diadema Call.Cer.124, Γόργη Nonn.D.29.266. • DMic.: a-na-pu-ke.
Greek Monolingual
ἀνάμπυξ (-υκος), ο, η (Α) ἄμπυξ
1. αυτός που δεν φοράει άμπυκα, δηλ. κεφαλόδεσμο, που έχει λυτά τα μαλλιά του
2. στη Μυκην. η λ. απαντά σε πινακίδα της Πύλου, προσδιορίζει χαλινάρια και σημαίνει «χωρίς προμετωπίδιο». (Μυκην. γρ. a-na-pu-ke).