ἀνάμπυξ

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάμπυξ Medium diacritics: ἀνάμπυξ Low diacritics: ανάμπυξ Capitals: ΑΝΑΜΠΥΞ
Transliteration A: anámpyx Transliteration B: anampyx Transliteration C: anampyks Beta Code: a)na/mpuc

English (LSJ)

ῠκος, ὁ, ἡ, without head-band or fillet, Call.Cer.124.

Spanish (DGE)

-ῠκος
sin diadema Call.Cer.124, Γόργη Nonn.D.29.266.
• Diccionario Micénico: a-na-pu-ke.

German (Pape)

[Seite 198] υκος, ohne Hauptbinde, Callim. Cer. 125.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάμπυξ: -υκος, ὁ, ἡ, ἄνευ ἄμπυκος, κεφαλοδέσμου, ταινίας Καλλ. εἰς Δημ. 124.

Greek Monolingual

ἀνάμπυξ (-υκος), ο, η (Α) ἄμπυξ
1. αυτός που δεν φοράει άμπυκα, δηλ. κεφαλόδεσμο, που έχει λυτά τα μαλλιά του
2. στη Μυκην. η λ. απαντά σε πινακίδα της Πύλου, προσδιορίζει χαλινάρια και σημαίνει «χωρίς προμετωπίδιο». (Μυκην. γρ. a-na-pu-ke).