εφάμιλλος: Difference between revisions
Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἐφάμιλλος]], -ον)<br />[[άξιος]] να έλθει σε [[άμιλλα]] με άλλον, να παραβληθεί με κάποιον ή με [[κάτι]], [[ισάξιος]] (α. «τα ελληνικά υφάσματα [[είναι]] εφάμιλλα τών ευρωπαϊκών» β. «τῶν πιστῶν [[ὑπογραμμός]], τῶν μαρτύρων [[ἐφάμιλλος]]», Μηναί.<br />γ. «[[ἀρχή]] [[ἐφάμιλλος]] ταῖς μεγίσταις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐξ ἐφαμίλλου» — ισάξια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐφάμιλλον</i><br />[[ισότητα]], [[ομοιότητα]], ίση [[αξία]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελεί [[αντικείμενο]] άμιλλας, αυτός για τον οποίο αμιλλώνται, συναγωνίζονται κάποιοι («ἐφαμίλλου τῆς εἰς τὴν [[πατρίδα]] εὐνοίας ἐν καινῷ πᾱσι κειμένης», <b>Δημοσθ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εφαμίλλως</i> (Α ἐφαμίλλως και ἐφάμιλλον και ἐφάμιλλα)<br />με τον ίδιο ζήλο, με ίση ανταγωνιστική [[διάθεση]] («ἐφαμίλλως ἀγωνισαμένη τῷ γυναικείῳ δράματι πρὸς τὸ | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἐφάμιλλος]], -ον)<br />[[άξιος]] να έλθει σε [[άμιλλα]] με άλλον, να παραβληθεί με κάποιον ή με [[κάτι]], [[ισάξιος]] (α. «τα ελληνικά υφάσματα [[είναι]] εφάμιλλα τών ευρωπαϊκών» β. «τῶν πιστῶν [[ὑπογραμμός]], τῶν μαρτύρων [[ἐφάμιλλος]]», Μηναί.<br />γ. «[[ἀρχή]] [[ἐφάμιλλος]] ταῖς μεγίσταις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐξ ἐφαμίλλου» — ισάξια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐφάμιλλον</i><br />[[ισότητα]], [[ομοιότητα]], ίση [[αξία]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελεί [[αντικείμενο]] άμιλλας, αυτός για τον οποίο αμιλλώνται, συναγωνίζονται κάποιοι («ἐφαμίλλου τῆς εἰς τὴν [[πατρίδα]] εὐνοίας ἐν καινῷ πᾱσι κειμένης», <b>Δημοσθ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εφαμίλλως</i> (Α ἐφαμίλλως και ἐφάμιλλον και ἐφάμιλλα)<br />με τον ίδιο ζήλο, με ίση ανταγωνιστική [[διάθεση]] («ἐφαμίλλως ἀγωνισαμένη τῷ γυναικείῳ δράματι πρὸς τὸ ἀνδρεῖον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἅμιλλα]] «[[αγώνας]], [[συναγωνισμός]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:22, 24 August 2022
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἐφάμιλλος, -ον)
άξιος να έλθει σε άμιλλα με άλλον, να παραβληθεί με κάποιον ή με κάτι, ισάξιος (α. «τα ελληνικά υφάσματα είναι εφάμιλλα τών ευρωπαϊκών» β. «τῶν πιστῶν ὑπογραμμός, τῶν μαρτύρων ἐφάμιλλος», Μηναί.
γ. «ἀρχή ἐφάμιλλος ταῖς μεγίσταις», Πολ.)
μσν.
φρ. «ἐξ ἐφαμίλλου» — ισάξια
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφάμιλλον
ισότητα, ομοιότητα, ίση αξία
2. αυτός που αποτελεί αντικείμενο άμιλλας, αυτός για τον οποίο αμιλλώνται, συναγωνίζονται κάποιοι («ἐφαμίλλου τῆς εἰς τὴν πατρίδα εὐνοίας ἐν καινῷ πᾱσι κειμένης», Δημοσθ.).
επίρρ...
εφαμίλλως (Α ἐφαμίλλως και ἐφάμιλλον και ἐφάμιλλα)
με τον ίδιο ζήλο, με ίση ανταγωνιστική διάθεση («ἐφαμίλλως ἀγωνισαμένη τῷ γυναικείῳ δράματι πρὸς τὸ ἀνδρεῖον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅμιλλα «αγώνας, συναγωνισμός»].