νοσοκομείο: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(27) |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ | |mltxt=το (ΑΜ νοσοκομεῖον) [[νοσοκόμος]]<br />κοινωνικο-επιστημονικό [[ίδρυμα]], [[δημόσιο]] ή ιδιωτικό, για την [[κατά]] το δυνατόν πληρέστερη [[θεραπεία]] και την [[αποκατάσταση]] της υγείας τών ασθενών, [[καθώς]] και την [[παροχή]] περίθαλψης στις περιπτώσεις τοκετών, θεραπευτήριο (α. «γενικό [[νοσοκομείο]]» — [[νοσοκομείο]] που δέχεται όλων τών τύπων περιπτώσεις, παθολογικές και χειρουργικές, επικεντρώνοντας [[συνήθως]] την [[προσφορά]] του στις οξείες νοσήσεις που απαιτούν βραχυχρόνια [[περίθαλψη]], στη [[μητρότητα]] και στο [[παιδί]]<br />β. «ειδικό [[νοσοκομείο]]» — [[νοσοκομείο]] που περιορίζει τις υπηρεσίες του σε μεμονωμένες κατηγορίες ασθενών ή τύπους νόσων [[ιδίως]] σε περιπτώσεις νόσων του [[θώρακος]], λοιμωδών, ογκολογικών και ψυχικών νόσων<br />γ. «στρατιωτικό [[νοσοκομείο]]» — [[νοσοκομείο]] στο οποίο νοσηλεύονται ασθενείς ή τραυματίες με τις φροντίδες στρατιωτικού ιατρικού προσωπικού<br />δ. «πλωτό [[νοσοκομείο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται ως [[νοσοκομείο]], αλλ. νοσοκομειακό [[πλοίο]]<br /><b>μσν.</b><br />μοναστηριακό [[αναρρωτήριο]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[ξενών]]». | ||
}} | }} |
Revision as of 10:22, 24 August 2022
Greek Monolingual
το (ΑΜ νοσοκομεῖον) νοσοκόμος
κοινωνικο-επιστημονικό ίδρυμα, δημόσιο ή ιδιωτικό, για την κατά το δυνατόν πληρέστερη θεραπεία και την αποκατάσταση της υγείας τών ασθενών, καθώς και την παροχή περίθαλψης στις περιπτώσεις τοκετών, θεραπευτήριο (α. «γενικό νοσοκομείο» — νοσοκομείο που δέχεται όλων τών τύπων περιπτώσεις, παθολογικές και χειρουργικές, επικεντρώνοντας συνήθως την προσφορά του στις οξείες νοσήσεις που απαιτούν βραχυχρόνια περίθαλψη, στη μητρότητα και στο παιδί
β. «ειδικό νοσοκομείο» — νοσοκομείο που περιορίζει τις υπηρεσίες του σε μεμονωμένες κατηγορίες ασθενών ή τύπους νόσων ιδίως σε περιπτώσεις νόσων του θώρακος, λοιμωδών, ογκολογικών και ψυχικών νόσων
γ. «στρατιωτικό νοσοκομείο» — νοσοκομείο στο οποίο νοσηλεύονται ασθενείς ή τραυματίες με τις φροντίδες στρατιωτικού ιατρικού προσωπικού
δ. «πλωτό νοσοκομείο» — πλοίο που χρησιμοποιείται ως νοσοκομείο, αλλ. νοσοκομειακό πλοίο
μσν.
μοναστηριακό αναρρωτήριο
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «ξενών».