σφαγείο: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(40)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / σφαγεῑον, ΝΑ, και σφαγειό Ν [[σφαγή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (στον εν. και στον πληθ.) στεγασμένος [[χώρος]] στον οποίο σφάζονται και προετοιμάζονται [[κατάλληλα]] τα ζώα που προορίζονται για [[κατανάλωση]] από τον άνθρωπο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) ομαδική [[σφαγή]] ή, γενικά, [[εξόντωση]] ανθρώπου<br />β) [[κατάστημα]] του οποίου τα προϊόντα έχουν πολύ υψηλές τιμές<br />γ) χαρτοπαικτική [[συγκέντρωση]] όπου ορισμένοι χαρτοπαίκτες κλέβουν τους άλλους<br />δ) [[παράνομος]] [[οίκος]] ανοχής στον οποίο παρασύρονται νεαρά κορίτσια ή παντρεμένες γυναίκες<br />ε) βιομηχανικά σφαγεία»<br />(τροφ. τεχνολ.) σφαγεία που αποτελούν βιομηχανικό [[συγκρότημα]] με εγκαταστάσεις ψύξης και κατάψυξης του κρέατος, [[τμήμα]] τεμαχισμού και τυποποίησης του κρέατος, [[αλλαντοποιείο]]-[[κονσερβοποιείο]] και εγκαταστάσεις επεξεργασίας τών παραπροϊόντων τών σφαγείων<br />στ) «υγειονομικό [[σφαγείο]]»<br />(τροφ. τεχνολ.) [[ιδιαίτερος]] [[χώρος]] του σφαγείου με δικό του εξοπλισμό στον οποίο σφάζονται τα άρρωστα ή τα ύποπτα ασθένειας ζώα<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγγείο]] στο οποίο τοποθετούσαν το [[αίμα]] ζώων που είχαν θυσιαστεί.
|mltxt=το / σφαγεῖον, ΝΑ, και σφαγειό Ν [[σφαγή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (στον εν. και στον πληθ.) στεγασμένος [[χώρος]] στον οποίο σφάζονται και προετοιμάζονται [[κατάλληλα]] τα ζώα που προορίζονται για [[κατανάλωση]] από τον άνθρωπο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) ομαδική [[σφαγή]] ή, γενικά, [[εξόντωση]] ανθρώπου<br />β) [[κατάστημα]] του οποίου τα προϊόντα έχουν πολύ υψηλές τιμές<br />γ) χαρτοπαικτική [[συγκέντρωση]] όπου ορισμένοι χαρτοπαίκτες κλέβουν τους άλλους<br />δ) [[παράνομος]] [[οίκος]] ανοχής στον οποίο παρασύρονται νεαρά κορίτσια ή παντρεμένες γυναίκες<br />ε) βιομηχανικά σφαγεία»<br />(τροφ. τεχνολ.) σφαγεία που αποτελούν βιομηχανικό [[συγκρότημα]] με εγκαταστάσεις ψύξης και κατάψυξης του κρέατος, [[τμήμα]] τεμαχισμού και τυποποίησης του κρέατος, [[αλλαντοποιείο]]-[[κονσερβοποιείο]] και εγκαταστάσεις επεξεργασίας τών παραπροϊόντων τών σφαγείων<br />στ) «υγειονομικό [[σφαγείο]]»<br />(τροφ. τεχνολ.) [[ιδιαίτερος]] [[χώρος]] του σφαγείου με δικό του εξοπλισμό στον οποίο σφάζονται τα άρρωστα ή τα ύποπτα ασθένειας ζώα<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγγείο]] στο οποίο τοποθετούσαν το [[αίμα]] ζώων που είχαν θυσιαστεί.
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 24 August 2022

Greek Monolingual

το / σφαγεῖον, ΝΑ, και σφαγειό Ν σφαγή
νεοελλ.
1. (στον εν. και στον πληθ.) στεγασμένος χώρος στον οποίο σφάζονται και προετοιμάζονται κατάλληλα τα ζώα που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο
2. μτφ. α) ομαδική σφαγή ή, γενικά, εξόντωση ανθρώπου
β) κατάστημα του οποίου τα προϊόντα έχουν πολύ υψηλές τιμές
γ) χαρτοπαικτική συγκέντρωση όπου ορισμένοι χαρτοπαίκτες κλέβουν τους άλλους
δ) παράνομος οίκος ανοχής στον οποίο παρασύρονται νεαρά κορίτσια ή παντρεμένες γυναίκες
ε) βιομηχανικά σφαγεία»
(τροφ. τεχνολ.) σφαγεία που αποτελούν βιομηχανικό συγκρότημα με εγκαταστάσεις ψύξης και κατάψυξης του κρέατος, τμήμα τεμαχισμού και τυποποίησης του κρέατος, αλλαντοποιείο-κονσερβοποιείο και εγκαταστάσεις επεξεργασίας τών παραπροϊόντων τών σφαγείων
στ) «υγειονομικό σφαγείο»
(τροφ. τεχνολ.) ιδιαίτερος χώρος του σφαγείου με δικό του εξοπλισμό στον οποίο σφάζονται τα άρρωστα ή τα ύποπτα ασθένειας ζώα
αρχ.
αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν το αίμα ζώων που είχαν θυσιαστεί.