τρύγος: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
m (Text replacement - "<b class="b2">Cat. Cod.Astr</b>" to "''Cat. Cod.Astr''") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trygos | |Transliteration C=trygos | ||
|Beta Code=tru/gos | |Beta Code=tru/gos | ||
|Definition=τό, later form for [[τρύγη]], <span class="bibl"><span class="title">Et.Gud.</span>536</span>, Antioch.Astr. in | |Definition=τό, later form for [[τρύγη]], <span class="bibl"><span class="title">Et.Gud.</span>536</span>, Antioch.Astr. in ''Cat. Cod.Astr''.<span class="bibl">7.126</span>, <span class="title">Gloss.</span>; τρύγος, ὁ, Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[τρυγητός]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:44, 24 August 2022
English (LSJ)
τό, later form for τρύγη, Et.Gud.536, Antioch.Astr. in Cat. Cod.Astr.7.126, Gloss.; τρύγος, ὁ, Hsch. s.v. τρυγητός.
German (Pape)
[Seite 1155] ὁ, spätere Form statt τρύγη, Spohn Niceph. Blemm. p. 41.
Greek (Liddell-Scott)
τρύγος: τό, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τρύγη, Γουδ. Ἐτυμ. 536· τρύγος, ὁ, «τρυγητός· ὁ τρύγος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΜΑ [τρυγῶ (Ι)]
η συγκομιδή ώριμων καρπών και ιδίως τών σταφυλιών, ο τρυγητός
νεοελλ.
1. η εποχή του τρυγητού
2. φρ. «μπήκαμε στον τρύγο» — αρχίσαμε τον τρυγητό
3. παροιμ. φρ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» — λέγεται για περιστάσεις κατά τις οποίες απαιτείται έντονη προσπάθεια, αυξημένη δραστηριότητα.
(II)
το, ΝΑ [τρυγῶ (Ι)]
νεοελλ.
ο τρυγητός
αρχ.
η τρύγη.