ἰατροσοφιστής: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iatrosofistis | |Transliteration C=iatrosofistis | ||
|Beta Code=i)atrosofisth/s | |Beta Code=i)atrosofisth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, | |Definition=οῦ, ὁ, [[professor of medicine]], Dam. ap. Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Γέσιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:54, 24 August 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, professor of medicine, Dam. ap. Suid. s.v. Γέσιος.
German (Pape)
[Seite 1234] ὁ, ein Arzneigelehrter, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱτροσοφιστής: -οῦ, ὁ, διδάσκαλος, καθηγητὴς τῆς ἰατρικῆς, Ἐπιφάν. (τ. 1. σ. 627Β, κτλ.), παρ᾿ ᾧ ἀπαντᾷ καὶ τὸ ἐπίθ. ἰατροσοφοστική, (δηλ. τέχνη), τ. 1. σ. 709C.
Greek Monolingual
ἰατροσοφιστής, ὁ (ΑΜ)
ο σοφός σχετικά με την ιατρική, σοφός γιατρός
αρχ.
αυτός που ασκεί την ιατρική με μαγικά μέσα και μαντεύματα.